εμφλέγω

εμφλέγω
ἐμφλέγω (Α)
1. ανάβω μέσα σε κάτι, φωτίζω («ἐν δ' ἔσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας φάος» — το φως τής ωραίας σελήνης κατέλαμψε την εσπέρα, Πίνδ.)
2. μέσ. φλέγομαι, καίγομαι μέσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνιφλέξαις — ἐμφλέγω kindle in aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐμφλέγω kindle in aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλεχθείς — ἐμφλέγω kindle in aor part pass masc nom/voc sg ἐμπλέκω plait aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλεχθήσεσθε — ἐμφλέγω kindle in fut ind pass 2nd pl ἐμπλέκω plait fut ind pass 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφλέγεται — ἐμφλέγω kindle in pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέφλεγες — ἐμφλέγω kindle in imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέφλεξε — ἐμφλέγω kindle in aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλεχθήσεσθ' — ἐμπλεχθήσεσθε , ἐμφλέγω kindle in fut ind pass 2nd pl ἐμπλεχθήσεσθαι , ἐμφλέγω kindle in fut inf pass ἐμπλεχθήσεσθε , ἐμπλέκω plait fut ind pass 2nd pl ἐμπλεχθήσεσθαι , ἐμπλέκω plait fut inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”